- σποδώ
- -έω, Α1. κοπανίζω, συντρίβω (α. «τί δ', ἢν σποδῶ τοῑς κονδύλοις, τί μ' ἐργάσει τὸ δεινόν;» Αριστοφ.β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῡ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», Κρατίν.)2. μτφ. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι παράνομα («οἰμώζων ἄρα νὴ Δία σποδήσεις», Αριστοφ.)3. παθ. σποδοῡμαι, -έομαι(για στρατό) βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, διαλύομαι («στρατοῡ καμόντος και κατεσποδημένου», Αισχύλ.)4. τρώω με λαιμαργία, καταβροχθίζω5. (κατά τον Ησύχ.) «σποδέοντοἐμάχοντο, ἐτύπτοντο».[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη». Οι σημασίες τού ρ. «χτυπώ, συνουσιάζομαι» και «τρώω, καταβροχθίζω» είναι μτφ. χρήσεις τής αρχικής σημ. «συντρίβω, μετατρέπω σε στάχτη»].
Dictionary of Greek. 2013.